- πολλότης
- -ητος, ἡ, Ατο να είναι κάτι πολύ, πληθύς, πληθώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. -της].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολλότης — plurality fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλότητες — πολλότης plurality fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλότητος — πολλότης plurality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
μεγαρική σχολή — Φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας. Ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές, μαζί με τις σχολές των κυνικών και των κυρηναϊκών. Άνθησε τον 4o αι. π.Χ. και ιδρυτής της ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, μεταξύ… … Dictionary of Greek